-
1 λαχείο(ν)
τό1) лотерейный билет; 2) лотерея;κερδίζω το λαχείο(ν) — выиграть в лотерею;
3) дело случая;4) случайное приобретение; непредвиденная прибыль, выгода;μου 'πέσε λαχείο(ν) — это мне досталось случайно
-
2 λαχείο(ν)
τό1) лотерейный билет; 2) лотерея;κερδίζω το λαχείο(ν) — выиграть в лотерею;
3) дело случая;4) случайное приобретение; непредвиденная прибыль, выгода;μου 'πέσε λαχείο(ν) — это мне досталось случайно
См. также в других словарях:
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek